Dictionary of Greek. 2013.
ἔποικτον — ἔποικτος piteous masc/fem acc sg ἔποικτος piteous neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
εποικτίζω — ἐποικτίζω (Α) [έποικτος] 1. αισθάνομαι οίκτο, συμπόνια για κάποιον 2. μέσ. ἐποικτίζομαι θρηνώ, οδύρομαι … Dictionary of Greek